- αναπάλαισις
- ἀναπάλαισις (-εως), η (Μ) [ἀναπαλαίω] η ανανέωση τής πάλης, τού αγώνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπαλαίω — (Α ἀναπαλαίω) μσν. νεοελλ. επαναλαμβάνω την πάλη, διεξάγω νέον αγώνα μσν. αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ αρχ. επανορθώνω κάτι με νέον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa * + παλαίω. ΠΑΡ. μσν. ἀναπάλαισις] … Dictionary of Greek